- αμφιτέμνω
- ἀμφιτέμνω (Α)αποχωρίζω και περικυκλώνω, αποκόπτω, περικόπτω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + τέμνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμφίταμνε — ἀμφιτέμνω cut off on all sides pres imperat act 2nd sg ἀμφιτέμνω cut off on all sides imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιτεμών — ἀμφιτέμνω cut off on all sides aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek
τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… … Dictionary of Greek